- τικ-τακ
- και τίκι-τακ, το, Νάκλ.1. λέξη που χρησιμοποιείται για τη δήλωση τού ήχου που παράγει ένα ρολόι, ρυθμικός ήχος2. φρ. «η καρδιά του κάνει τικ-τακ»μτφ. είναι ερωτευμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tic-tac, προϊόν ονοματοποιίας].
Dictionary of Greek. 2013.